περαστός

περαστός
-ή, -ό
1. (για κατασκευές ή αντικείμενα, ιδίως ξύλινα ή μεταλλικά) αυτός που προσαρμόζεται σε ένα εξάρτημα με απλό πέρασμα τού ενός μέσα στο άλλο και όχι με συγκόλληση («περαστά παραθυρόφυλλα»)
2. (στη μαγειρική) αυτός τον οποίο έχουν περάσει από το τρυπητό, που τόν έχουν στραγγίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. πέρασα τού περνώ + κατάλ. -τος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περαστικός — ή, ό [περαστός] 1. αυτός που περνά, διαβαίνει από κάπου χωρίς να μένει, ο διαβατικός 2. παροδικός, εφήμερος («περαστική μπόρα») 3. (για τόπο, δρόμο) αυτός από τον οποίο διέρχονται πολλοί, ο πολυσύχναστος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) περαστικά (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”